- ὑπομαλακίζομαι
- ὑπομᾰλᾰκ-ίζομαι, [voice] Pass.,A grow cowardly by degrees, X.An.2.1.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπομαλακίζομαι — Α συμπεριφέρομαι με κάποια δειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μαλακίζομαι «είμαι νωθρός, εξασθενώ, μαλακώνω» (< μαλακός)] … Dictionary of Greek
ὑπομαλακιζομένους — ὑπομαλακίζομαι grow cowardly by degrees pres part mp masc acc pl ὑπομαλακίζομαι grow cowardly by degrees pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)